- συνεπαίρνω
- Ν1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τόν συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τούς συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπαίρνω — συνεπαίρνω, συνεπήρα, συνεπαρμένος βλ. πίν. 185 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεπαίρνω — συνεπήρα, συνεπαρμένος 1. παρασύρω: Τον συνεπήρε η μόδα. 2. καταγοητεύω: Με συνεπήρε η μουσική και αφαιρέθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek